Η έναρξη του Ολυμπιακού Έτους 2016, άρχισε ουσιαστικά στις 21 Απριλίου (εφέτος) με την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας στην Αρχαία Ολυμπία.
Την ίδια ακριβώς ημέρα (όχι βεβαίως τυχαία) επέλεξαν να παρουσιάσουν το φιλμ της ιστορίας του θρυλικού Τζέσσε Όουενς. Του πρώτου μαύρου Αθλητή που συγκλόνισε με τα 4 Χρυσά Μετάλλια, τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Έτσι είχαμε μια «συνάντηση» – προσδιορισμένη, αλλά ενδιαφέρουσα – του γνήσιου παραδοσιακού με ότι προσπαθεί να είναι πραγματικό, αλλά και εκσυγχρονισμένο, ώστε να ταυτίζεται με το παρόν και να συγκινεί τους νέους, οι οποίοι είναι ένα βήμα μπροστά ακόμα και στα Σπορ.
Η Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας και η Λαμπαδηδρομία «ως εξ υποχρεώσεως» ακολουθούν μια αρχαϊκή γραμμή που βέβαια και αυτή δεν μπορεί να μένει αλώβητη από τον εκσυγχρονισμό. Αν π.χ βάλει κανείς πλάι – πλάι εικόνες από την Α’ Αφή του 1936 ή συγκρίνει τις απαγγελίες της Πρωθιέρειας, θα διαπιστώσει διαφοροποιήσεις. Αυτό είναι μοιραίο να συμβαίνει στα 80 χρόνια, γεμάτα αλλαγές, που έχουν παρέλθει. Όμως αυτές οι σταδιακά μικρές ανά τετραετία αλλαγές, όχι μόνο δεν φαίνονται στους σημερινούς τηλεθεατές, αλλά μάλλον αποτελούν και μια αναγκαία προσαρμογή στο μάτι και το αυτί.
Άλλωστε το όλο πνεύμα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων ταυτίζεται με τις εξελίξεις, ακολουθεί την παγκόσμια τεχνολογία, αποδέχεται την προσθήκη νέων Αθλημάτων και γενικά προσπαθεί να προσφέρει κάτι το επίκαιρο, χωρίς όμως να χάνει και την επαφή του με τις παραδοσιακές αρχές και το ιδιοφυές πνεύμα του Βαρόνου Πιέρ ντε Κουμπερτέν.
Από την άλλη μεριά το Χόλυγουντ ως (σύγχρονη) Μέκκα του Κινηματογράφου, ουδεμία υποχρέωση έχει να τηρεί τις αρχαϊκές παραδόσεις, ίσως ούτε τις σύγχρονες. Αποτελεί τη συνισταμένη ενός εμπορικού πνεύματος με στόχο το κέρδος μέσω των φιλμαρισμένων διηγήσεων.
Όμως εδώ στην ιστορία του Τζέσσε Όουενς σαν να συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Με συνέπεια απέφυγαν τις «Χολιγουντιανές προσθήκες» και κράτησαν την ιστορία καθάρια σε πρόσωπα, γεγονότα και ημερομηνίες. Αυτό το αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα, τόσο ο βαθύς γνώστης των γεγονότων, όσο και ο νέος, ο οποίος τα απολαμβάνει για πρώτη φορά. Έτσι είχαν το θάρρος να ονομάσουν το φιλμ απλά «RACE» και να το παρουσιάσουν ταυτόχρονα με την ημέρα της πραγματικής Έναρξης του Ολυμπιακού Έτους.
Εκείνοι που χάλασαν λίγο το όλο θέμα υπήρξαν οι εμπνευστές του ελληνικού τίτλου: «Ο άνθρωπος που ταπείνωσε τον Χίτλερ». Κατά τη γνώμη τους «πιασάρικος» αλλά χωρίς αμφιβολία λαϊκίστικος, τον οποίο οπωσδήποτε δεν αποδέχεσαι, αφού έχεις παρακολουθήσει το έργο και έχεις διαπιστώσει πως οι φυλετικές διακρίσεις ήταν ένα ευρύτερο φαινόμενο με αυξομειώσεις ανάλογα με καταστάσεις. Ίσως ένα φαινόμενο που και σήμερα βρίσκεται σε έξαρση, χωρίς πάντα να είναι υπεύθυνη μόνο η μια πλευρά.
Αλλά το εντυπωσιακό στοιχείο του φιλμ δεν είναι μόνο η ακρίβεια των γεγονότων, αλλά η εκτίμηση που δείχνουν σε αυτά οι 3 ηγέτες του φιλμ. Δηλαδή ο παραγωγός, ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης. Γραμμή τους είναι να μην υπάρχει η παραμικρή απόκλιση, όχι μόνο στα ρεκόρ και τις επιδόσεις, αλλά ακόμη και σε ότι ακολούθησε μετά από χρόνια και εκτός πλαισίου του φιλμ.
Και πάλι η ελληνική «τσαπατσουλιά» καταστρέφει την εικόνα όταν π.χ στο παγκόσμιο ρεκόρ που δημιούργησε ο Όουενς στο Μήκος στις 25/5/1935 γίνεται αναφορά σε 26 πόδια και 8 ίντσες, χωρίς καμία προσπάθεια να μετατραπεί αυτό στα 8.13 δικά μας μέτρα.
Η ιστορία με τις 8 δεκαετίες που έχουν παρέλθει από το 1936 και το Βερολίνο και το γεγονός ότι ουδείς από τους πρωταγωνιστές βρίσκεται στη ζωή, προσφέρει την άνεση να έρχονται στην επιφάνεια και αλήθειες που δείχνουν ότι κάθε Ολυμπιακή Διοργάνωση είναι ένα σοβαρό, αλλά και βαρύ φορτίο με ανάλογη σημασία, αξία αλλά και παρασκήνιο. Είναι μια υπόθεση που πρέπει να έρθει σε επιτυχία για την προβολή των διοργανωτών, που όμως μέσα από αυτήν επιτυγχάνεται και η μεγαλύτερη προβολή των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ακόμη γίνεται φανερό ότι υπάρχουν άνθρωποι στην πρώτη γραμμή που δουλεύουν και φαίνονται και άλλοι πίσω από τις κλειστές πόρτες, οι οποίοι προσφέρουν χωρίς κανείς να τους γνωρίζει, παρά μόνο οι ιστορικοί του μέλλοντος.
Ο Γιόζεφ Γκέμπελς με τον Άβερι Μπράντειτζ υπήρξαν πρωταγωνιστές του 1936 και του φιλμ καθώς κινούντο μέσα στις δικές τους προδιαγραφές. Απειροελάχιστοι όμως γνωρίζουν – και καθόλου οι παραγωγοί του φιλμ – ότι πίσω από τις κουρτίνες της Καγκελαρίας ο καθηγητής Καρλ Ντιμ, αυτός ο πνευματικός δημιουργός της Ολυμπιακής Φλόγας, μαζί με τον Ιωάννη Κετσέα, κινούσε τα πραγματικά Ολυμπιακά νήματα και συνέχιζε το έργο του Βαρόνου Πιέρ ντε Κουμπερτέν. Καθένας στο καθήκον του. Ο Γκέμπελς στην προπαγάνδα, ο Ντιμ στην ιδέα, ο Όουενς στα Μετάλλια και η Ρίφενσταλ στην πρώτη κορυφαία φιλμογράφιση.
Και οι Ολυμπιακοί συνεχίζονται.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΒΕΡΗΣ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ