Έγινε γνωστός περισσότερο ως επαγγελματίας με το μουσουλμανικό όνομα Μωχάμεντ Άλη, παρά ως Κάσσιους – Μάρκελλος Κλαίη και ερασιτέχνης Χρυσός Ολυμπιονίκης. Ήταν 18 χρονών όταν ταξίδεψε από την Λούισβιλ στη Ρώμη το 1960 για να μετάσχει των XVII ΟΑ στα 81 κιλά.

Ήταν το πλέον σεμνό (μαύρο) παιδί από τους 19 που μετείχαν στην κατηγορία του και εκτός υπολογισμών. Όμως μετά τη νίκη του στον β’ γύρο επί του Βελγίου Γιαν Μπεκάους και κυρίως μετά τη δεύτερη επιτυχία του επί του Γεννάδιου Σάττωφ, όλοι άρχισαν να τον υπολογίζουν ως φαβορί. Ο Ρώσος Σάττωφ ήταν Χρυσός Ολυμπιονίκης, το 1956, στα 75 κιλά και το 1960 ανέβηκε κατηγορία. Τρίτος αγώνας του ήταν με τον Αυστραλό Τόνυ Μάντεγκαν και ο τελικός με τον Πολωνό Ζντίγκνιεφ Πιετρυκόβσκι, 3 φορές πρωταθλητής Ευρώπης.

Εκείνη την περίοδο ο Κάσσιους Κλαίη θαύμαζε την πατρίδα του, αγαπούσε τους συμπατριώτες του, δεν διαπίστωνε ουσιώδεις κοινωνικές διαφορές και μπορούσε να αποστομώσει κάθε αντίθετη θέση. Ακόμη λάτρευε αυτό που έκανε και κοιμόταν με το Χρυσό Μετάλλιο αγκαλιά. Όλα φαντάζανε στον επαρχιώτη έφηβο ως ονειρεμένα. Πολύ σύντομα διαπίστωσε ότι η ζωή είναι σκληρή, πως υπάρχουν οι σκοτεινές πλευρές της ενώ κυκλοφορούν και άνθρωποι οι οποίοι αδιαφορούν για τον Αθλητισμό, τα Μετάλλια και τις δικές του προσωπικές επιτυχίες. Άλλωστε τότε στις ΗΠΑ δεν είχε καθιερωθεί, ούτε καν είχε αρχίσει, η εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων. Η απογοήτευση του Κάσσιους Κλαίη ήταν αιφνίδια, έντονη και τον έφερε από τη μια στιγμή στην άλλη από το «Ζενίθ στο Ναδίρ». Π.χ επαναστάτησε όταν δεν του επέτρεπαν να εισέλθει στα καταστήματα «μόνο για λευκούς». Δεν δικαιολογούσε το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να τον εκδιώξει. Ταυτόχρονα όμως αγωνίζετο και εμάχετο πεισματικά. Το 1964 αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στα Βαρέα Βάρη, για πρώτη φορά, με τη θρυλική νίκη του επί του Σόννυ Λίστον. Έδωσε 9 αγώνες σε 3 χρόνια, όλους νικηφόρους – και επικερδείς – για τον τίτλο. Στη συνέχεια ανακοίνωσε ότι το όνομα Κάσσιους Κλαίη ήταν όνομα σκλάβου και το άλλαξε σε Μωχάμεντ Άλη, ασπαζόμενος συγχρόνως τη μουσουλμανική θρησκεία. Ακολούθως αρνήθηκε να πάει στο Βιετνάμ, παρά τις επιπτώσεις. Το 1974 επανέκτησε τον τίτλο, καθώς με νοκ άουτ επιβλήθηκε του Τζωρτζ Φόρμαν. Ακόμη 10 φορές, μέχρι το 1978, υπερασπίσθηκε τον τίτλο του και αύξησε την περιουσία του. Το 1996 ήταν 54 ετών, αλλά σε κακή κατάσταση υγείας, εν τούτοις στην Ατλάντα του εμπιστεύθηκαν την Ολυμπιακή Φλόγα στην Τελετή Έναρξης.