Πελοποννήσιος με αμφισβητούμενα στοιχεία για τον τόπο και το έτος καταγωγής του. Αναφέρεται ότι γενν. το 1877 ή το 1884, πάντως ήταν μικρός να αγωνισθεί το 1896 στους ΟΑ. Πριν, από τους μετέπειτα εκτός αρίθμησης ΟΑ του 1906, γράφτηκε στον Γυμναστικό Σύλλογο Πατρών και ασχολήθηκε με την Άρση Βαρών. Έλαβε μέρος το 1906 και ανύψωσε στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο βάρος 142,4 κιλών (κατ’ άλλους 142,5) και κατέρριψε με διαφορά το Παγκόσμιο Ρεκόρ. Ο δεύτερος νικητής ο περίφημος Αυστριακός παλαιστής και αρσιβαρίστας Γιόζεφ Στάινμπαχ σήκωσε 136,5 και ο τρίτος Γάλλος Αλεξάντρ Μασπολί 129,5. Τότε υπήρχε και το αγώνισμα με το ένα χέρι, όπου ο Τόφαλος δεν μετείχε. Νικητής αναδείχθηκε ο Στάινμπαχ με 73,75κ.

Ακολούθως ο Τόφαλος μετέβη στις ΗΠΑ, όπου θέλησε να εκμεταλλευθεί τις τεράστιες σωματικές του δυνάμεις στην Πάλη. Αλλά το πλάτος του στέρνου του δεν τον εξυπηρετούσε στις λαβές. Προχώρησε, αλλά δεν πέτυχε ανάλογες διακρίσεις με τις δυνάμεις του. Από τους άλλους πολύ δυνατούς αθλητές της εποχής εκείνης ο Περικλής Κακούσης (ΠΓΣ) ήταν πρώτος το 1904 στον Σαιντ Λούης με 111,70 κιλά και ακολούθως 6ος το 1906 με 121,5 κ. Ο Στέφανος Χριστόπουλος του Γ.Ε Πατρών 7ος το 1906 με 108,5κ και ο Ιωάννης Βαρανάκης που είχε έρθει από την Αίγυπτο, επίσης 7ος με το αυτό βάρος.

Όταν περί το 1925 ο Τζιμ Λόντος πήγε στις ΗΠΑ επεδίωξε και συνάντησε τον Δημήτρη Τόφαλο, ο οποίος είχε γίνει πλέον μάνατζερ παλαιστικών αγώνων. Το πραγματικό όνομα του Λόντου ήταν Χρίστος Θεοφίλου και είχε γεννηθεί το 1896 στο Κουτσοπόδι του Άργους. Πήγε στις ΗΠΑ διότι είχε εξελιχθεί σε εξαιρετικό παλαιστή. Ο Τόφαλος τον έπεισε να αποκτήσει το αγωνιστικό ψευδώνυμο Τζιμ Λόντος και να εφαρμόζει το επονομαζόμενο «αεροπλανικό κόλπο». Δηλαδή να σηκώνει τον αντίπαλο στον αέρα και να τον στριφογυρίζει για να τον ζαλίσει. Το 1930 ο Τζιμ Λόντος με τη νίκη του επί του Αμερικανού Ρίτσαρντ Σίκαρτ αναδείχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής και κατέκτησε τη Χρυσή Ζώνη. Ένα έπαθλο που στην επαγγελματική Πάλη διατηρείται μέχρι σήμερα. Το 1929 και το 1930 ο Τζιμ Λόντος ήρθε στην Αθήνα και έδωσε δυο διεθνείς νικηφόρους αγώνες. Μετέπειτα ο Χάρης Καρπόζηλος ακολούθησε (περίπου) τα ίχνη του.